Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσωπή — ἐσωπή, ἡ (Α) όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ες + ωπή «πρόσωπο, όψη» από την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ τής ρίζας οπ (όπωπα) πρβλ. εν ωπή, περι ωπή] … Dictionary of Greek
ἐσωπή — appearance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)